- ήμαρ
- ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α)1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.)2. (ως επίρρ.) ἦμαρκατά τη διάρκεια τής ημέρας3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» — μεσημέριβ) «δείελον ἦμαρ» — δειλινόγ) «ἐπ' ἤματι»i) καθημερινάii) κατά το διάστημα τής ημέραςiii) κατά το τέλος τής ημέραςδ) «κατ' ἦμαρ»i) καθημερινάii) σήμεραε) τὸ κατ' ἦμαρ» — οι καθημερινές ανάγκες, ο επιούσιος άρτοςστ) «παρ' ἦμαρ» — μέρα παρά μέραζ) «ἤματι χειμερίῳ» — σε μια χειμωνιάτικη μέραη) «ἤματι ὀπωρινῷ» — σε μια φθινοπωρινή μέραθ) (για θάνατο) «νηλεὲς ἦμαρ» — μοιραία μέραι) (για σκλάβους) «ἐλευθέριον ἡ δούλιον ἡ ἀναγκαῑον ἦμαρ» — η μέρα τής απελευθέρωσηςια) «νόστιμον ἦμαρ» — η μέρα τής επανόδου στην πατρίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός ιων. τ. τού άμαρ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. *āmōr (πρβλ. τέκμαρ: τέκμωρ) και αντιστοιχεί στο αρμ. awr «ημέρα». Η δασύτητα τού αττ. παρεκτεταμένου τ. ημέρα οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το εσπέρα.ΠΑΡ. ημάτιος.ΣΥΝΘ. αυτήμαρ, εννήμαρ, εξήμαρ, πανήμαρ, προήμαρ (βλ. και λ. ημέρα)].
Dictionary of Greek. 2013.